- στοιχειοθέτης
- οαυτός που στοιχειοθετεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στοιχειοθέτης — ο, Ν εργάτης τυπογραφείου ειδικός στη στοιχειοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχείο + θέτης (< τίθημι). Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] … Dictionary of Greek
μονοτυπία — Σύστημα μηχανικής στοιχειοθεσίας με μεμονωμένα στοιχεία, που αποτελείται από δυο χωριστά μέρη: τη μηχανή με τα πλήκτρα και το χυτήριο. Στην πρώτη ο στοιχειοθέτης κτυπά το κείμενο έχοντας στη διάθεση του, για το ίδιο στοιχείο, διαφορετικά πλήκτρα… … Dictionary of Greek
στοιχειοθεσία — η, Ν 1. (στην παραδοσιακή τυπογρ.) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στοιχειοθετώ, δηλαδή η τοποθέτηση τών τυπογραφικών στοιχείων με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν λέξεις και στίχους 2. η φωτοσύνθεση, η φωτοστοιχειοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
στοιχειοθετείο — το, Ν [στοιχειοθέτης] ειδικός χώρος στο τυπογραφείο όπου γίνεται η στοιχειοθεσία … Dictionary of Greek
στοιχειοθετικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στοιχειοθεσία ή στον στοιχειοθέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχειοθέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
στοιχειοθετώ — Ν 1. σχηματίζω στο συνθετήριο λέξεις ή στίχους με τυπογραφικά στοιχεία 2. χτυπώ τα πλήκτρα λινοτυπικής ή μονοτυπικής μηχανής για τον σχηματισμό στίχων 3. κάνω φωτοσύνθεση, κάνω φωτοστοιχειοθεσία 4. μτφ. (για πράξεις, ενέργειες, εκδηλώσεις)… … Dictionary of Greek
συνθέτης — ο, ΝΑ, θηλ. συνθέτρια Ν [συντίθημι] νεοελλ. 1. μουσουργός 2. στοιχειοθέτης αρχ. 1. συγγραφέας 2. φρ. «συνθέτης λόγων» ο πεζογράφος, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («οὐκ οἶδα οὔτε ποιητὴν οὔτε ὅσοι λόγων συνθέται», Παυσ.) … Dictionary of Greek
τυπογράφος — ο / τυπογράφος, ΝΑ, και τυπογράφος, η, Ν, και τυπογράφον, τὸ, Α νεοελλ. 1. τεχνίτης ή επαγγελματίας που ασχολείται με την τυπογραφία 2. (ειδικά) στοιχειοθέτης (| αρχ. (το αρσ. και το ουδ.) αντίγραφο πιστοποιητικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + γράφος*] … Dictionary of Greek
φωτοστοιχειοθέτης — ο, Ν (τυπογρ.) τεχνικός που ασχολείται επαγγελματικά με την φωτοστοιχειοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) + στοιχειοθέτης] … Dictionary of Greek
συνθέτης — ο 1. μουσουργός: Είναι άγνωστος ο συνθέτης αυτού του μουσικού κομματιού. 2. στοιχειοθέτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)